Στις 9 Αυγούστου του 1978 επρόκειτο να συμβεί το χειρότερο αεροπορικό δυστύχημα στα ελληνικά χρονικά.
Ένα Boeing 747 της Ολυμπιακής απογειώθηκε από το Ελληνικό με προορισμό τη Νέα Υόρκη, μεταφέροντας 400 επιβάτες και 18 μέλη πληρώματος. Κατά την απογείωση ακούστηκε μία έκρηξη από το δεξιό μέρος του αεροσκάφους, με το πλήρωμα να αντιλαμβάνεται ότι ο ένας κινητήρας είχε τεθεί εκτός λειτουργίας. Λόγω της απώλειας ισχύος το αεροπλάνο αδυνατεί να πάρει ύψος και κυριολεκτικά ξύνει τις ταράτσες των πολυκατοικιών της Αθήνας.
Ο κυβερνήτης Σήφης Μιγάδης και το πλήρωμά του έχουν πλήρη επίγνωση της κατάστασης. Το αεροπλάνο είναι καταδικασμένο να πέσει. Παρ’ όλα αυτά δεν εγκαταλείπουν την προσπάθεια και μέσα από έναν συντονισμό ενεργειών και κρίσιμων αποφάσεων αγωνίζονται για το απίθανο. Ο μηχανικός προσπαθεί να αποκαταστήσει μέρος της ισχύος και ο Μιγάδης επιχειρεί να κρατήσει το αεροσκάφος παράλληλο με το έδαφος και όσο το δυνατόν πιο χαμηλά, μειώνοντας ταυτόχρονα και τις αεροδυναμικές αντιστάσεις. Για αυτό και δίνει αμέσως εντολή να μαζέψουν τους τροχούς, κατά παράβαση και των ίδιων των κανονισμών της Boeing. Οι επιβάτες δεν έχουν αντιληφθεί το παραμικρό. Πολλοί θεωρούν τη χαμηλή πτήση ως προσχεδιασμένο κομμάτι της διαδρομής, που τους παρέχει τη δυνατότητα να απολαύσουν τα αξιοθέατα της Αθήνας.
Παρά το γεγονός ότι ο Μιγάδης με το πλήρωμά του δίνει τον υπέρτατο αγώνα για να σώσει το αεροπλάνο, έχει συγχρόνως αποφασίσει να το κατευθύνει όσο το δυνατόν πιο μακριά από τον πυκνό οικιστικό ιστό της Αθήνας και να το ρίξει στον λόφο του Αιγάλεω. Στόχος του κυβερνήτη να περιορίσει των αριθμό των θυμάτων. Οι ίδιοι θεωρούν τον εαυτό τους νεκρό. Μπορεί εύκολα να καταλάβει κανείς τι θα σήμαινε να πέσει ένα κτηνώδες Boeing 747 Jumbo με 160 τόνους καύσιμο στο κέντρο της Αθήνας. Οι χειρισμοί του Μιγάδη και του μηχανικού που κατάφερε να ανακτήσει μέρος της ισχύος, καθώς και μια μικρή βοήθεια από τον πιο ψυχρό αέρα που ερχόταν από τη θάλασσα, επιτρέπουν μια μικρή αύξηση της ταχύτητας, η οποία αναπτερώνει τις ελπίδες του πληρώματος, καθώς το αεροπλάνο πετάει στα 55 μέτρα από το έδαφος. Η ταχύτητα ανεβαίνει κι άλλο και τότε ο Μιγάδης, νιώθοντας πλέον ασφάλεια, εγκαταλείπει την επιλογή να το ρίξει στο Αιγάλεω και στρίβει το σκάφος προς το Σκαραμαγκά δίνοντάς του ύψος. Στα 1500 πόδια αδειάζει ένα μέρος των καυσίμων και επιστρέφει το αεροπλάνο ακέραιο στο αεροδρόμιο.
Εκεί τον περιμένουν οι κόρες του, που είχαν ειδοποιηθεί ήδη για το συμβάν. Οι επιβάτες ταξίδεψαν με άλλη πτήση τις επόμενες μέρες για Νέα Υόρκη. Βάσει των προσομοιώσεων της Boeing, με τα δεδομένα αυτής της πτήσης, το ίδιο το αεροσκάφος θεωρείται πεσμένο. Σε συνέντευξη που έδωσε ο Σήφης Μιγάδης για το περιστατικό, 16 χρόνια μετά, περιγράφει τα γεγονότα. Εξηγεί τις ενέργειές του και το πώς αυτές οδήγησαν μέχρι και σε αναθεώρηση των επίσημων διαδικασιών και κανονισμών στα εγχειρίδια της Boeing. Κρίνοντάς τον βάσει του περιστατικού, είναι αδύνατο να μη θαυμάσεις τις γνώσεις, την οξυδέρκεια και την ψυχραιμία του, την προσπάθεια να σώσει ό,τι ήταν δυνατό, να περιορίσει τις απώλειες, γνωρίζοντας εκείνα τα κρίσιμα δευτερόλεπτα ότι ο δικός του θάνατος ήταν αναπόφευκτος. Όπως λέει, όμως, και στη συνέντευξή του «πάντα υπάρχει μια ελπίδα ότι μπορεί κανείς να γλιτώσει». Δεν μπορείς να μη θαυμάσεις και τον τρόπο του στη συνέντευξη. Την αφήγησή του με σοβαρότητα και ταπεινότητα. Την περιγραφή των συναισθημάτων του. Την απλότητά του. Δεν υπάρχει στην Ελλάδα ούτε ένας δρόμος, ούτε ένα μνημείο, ούτε ένα μικρό αεροδρόμιο με το όνομα του Σήφη Μιγάδη. Σε μια χώρα όπου διαρκώς αναδεικνύονται ως πρότυπα φαιδρές περιπτώσεις ανθρώπων, προσωπικότητες σαν τον Σήφη Μιγάδη δεν έχουν θέση. Απομένει μόνο σε εμάς να διατηρήσουμε ζωντανή τη μνήμη του και να εμπνευστούμε από το έργο, το παράδειγμα και το ήθος του.